-
1 κέντρο(ν)
τό1) е разн. знач центр;τό κέντρο(ν) της πόλης — центр города;
τό κέντρο(ν) της γης — центр земли;
κέντρο(ν) πολιτισμού — или πνευματικό κέντρο(ν) — культурный центр;
βιομηχανικό κέντρο(ν) — промышленный центр;
τό συντονιστικό υπολογιστικό κέντρο(ν) — координационно-вычислительный центр;
τα νευρικά κέντρα — нервные центры;
τό κέντρο(ν) (τού) βάρους ( — или μάζης) — центр тяжести;
στο κέντρο(ν) — посредине, в центре;
2) увеселительное заведение;εξοχικό κέντρο(ν) — летний (загородный) ресторан или кафе (с музыкой);
3) узел; пункт;τηλεφονικό κέντρο(ν) — телефонный узел; — центральная телефонная станция;
κέντρο(ν) διαβιβάσεων — узел связи;
τό κέντρο(ν) αμύνης — узел обороны
-
2 κέντρο(ν)
τό1) е разн. знач центр;τό κέντρο(ν) της πόλης — центр города;
τό κέντρο(ν) της γης — центр земли;
κέντρο(ν) πολιτισμού — или πνευματικό κέντρο(ν) — культурный центр;
βιομηχανικό κέντρο(ν) — промышленный центр;
τό συντονιστικό υπολογιστικό κέντρο(ν) — координационно-вычислительный центр;
τα νευρικά κέντρα — нервные центры;
τό κέντρο(ν) (τού) βάρους ( — или μάζης) — центр тяжести;
στο κέντρο(ν) — посредине, в центре;
2) увеселительное заведение;εξοχικό κέντρο(ν) — летний (загородный) ресторан или кафе (с музыкой);
3) узел; пункт;τηλεφονικό κέντρο(ν) — телефонный узел; — центральная телефонная станция;
κέντρο(ν) διαβιβάσεων — узел связи;
τό κέντρο(ν) αμύνης — узел обороны
-
3 центр
центр м в разн. знач. το κέντρο; культурный \центр το κέντρο πολιτισμού· промышленный \центр το βιομηχανικό κέντρο; в \центре внимания στο κέντρο της προσοχής* * *м в разн. знач.το κέντροкульту́рный центр — το κέντρο πολιτισμού
промы́шленный центр — το βιομηχανικό κέντρο
в центре внима́ния — στο κέντρο της προσοχής
-
4 центр
-а α. (κυρλξ. κ. μτφ.)• το κέντρο•центр города το κέντρο της πόλης•
центр линзы το κέντρο του φακού•
культурный центр πολιτιστικό κέντρο•
торговый центр εμπορικό κέντρο•
промышленный центр βιομηχανικό κέντρο.
|| ανώτατο διοικητικό ή οργανωτικό κέντρο•комиссия от центра επιτροπή από το κέντρο•
директива -а οδηγία από το κέντρο.
εκφρ.партия -а – το κόμμα του κέντρου. -
5 промышленный
промышленный βιομηχανικός· \промышленный центр το βιομηχανικό κέντρο* * *промы́шленный центр — το βιομηχανικό κέντρο
-
6 центр
центрм в разн. знач. τό κέντρο[ν]:\центр тяжести фиэ., перен τό κέντρο βάρους· координационно-вычислительный \центр τό συντονιστικό ὑπολογιστικό κέντρο· промышленный \центр τό βιομηχανικό κέντρο· нервные \центры τά νευρικά κέντρα· жить в \центре города κατοικώ στό κέντρο τής'πό-λης· быть в \центре внимания εἶμαι στό κέντρο τής προσοχής.
См. также в других словарях:
Μουσείο, Βιομηχανικό Ερμούπολης (Σύρου) — Το μουσείο στο οποίο παρουσιάζεται η βιομηχανική ιστορία της Σύρου λειτουργεί από τον Μάιο του 2000 στο υποδειγματικά ανακαινισμένο πρώην χρωματουργείο Κατσιμαντή, ένα χτίσμα του 1888, που θεωρείται από τα καλύτερα δείγματα της ελληνικής… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
σαγγάη — Πόλη (13.341.896 κάτ.) της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας· αποτελεί αυτόνομο δήμο (6.186 τ. χλμ.) παρότι περικλείεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της επαρχίας Κιανγκσού. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του μικρού ποταμού Χουανγκπού, στη συμβολή του στον… … Dictionary of Greek
Μάντσεστερ — I (Manchester). Πόλη (431.061 κάτ. το 2002) της βορειοδυτικής Αγγλίας και κομητεία στην περιφέρεια Λανκασάιρ του Ηνωμένου Βασιλείου. Είναι χτισμένη στις δυτικές πλαγιές των Πενίνων, στις όχθες του ποταμού Ίργουελ και αποτελεί μεγάλο βιομηχανικό,… … Dictionary of Greek
Σαβοΐα — (Savoie). Ιστορική περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί σήμερα στους δυο νομούς της Σαβοΐας και της Άνω Σαβοΐας. Εκτείνεται από τη λίμνη της Γενεύης, στα σύνορα με την Ελβετία, στα Β, ως το ορεινό συγκρότημα Ταμπόρ στα Ν, και από… … Dictionary of Greek
Τεχεράνη — (ιρανικά Τεχράν). Πόλη (6.022.078 κάτ.) του βορειοκεντρικού Ιράν, πρωτεύουσα του κράτους από το 1788 και της ομώνυμης επαρχίας (οστάν) (29.933 τ. χλμ.). Βρίσκεται σε υψίπεδο 1.132 μ., κοντά στις ακραίες νότιες παραφυάδες της ορεινής αλυσίδας… … Dictionary of Greek
Αστούριας — (Asturias). Αυτόνομη επαρχία (10.604 τ. χλμ., 1.062.998 κάτ. το 2001) της βόρειας Ισπανίας προς τον Βισκαϊκό κόλπο. Περιβάλλεται στα Ν από τα Κανταβρικά όρη από τα οποία κατεβαίνουν διάφοροι ποταμοί προς τη θάλασσα (Ναλόν, Αένα, Ναβία, Σέλα) με… … Dictionary of Greek
Ρηνανία Βόρεια-Βεστφαλία — (Nordrhein Westfalen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας· συνορεύει στα Δ με την Ολλανδία και το Βέλγιο και ορίζεται από τα ομόσπονδα κράτη της Κάτω Σαξονίας στα Β και στα ΒΑ, της Έσσης στα ΝΑ και της Ρηνανίας… … Dictionary of Greek
Άμστερνταμ — (Amsterdam).Πόλη (735.668 κάτ. το 2002) της Ολλανδίας, πρωτεύουσα του βασιλείου των Κάτω Χωρών, χτισμένη στη συμβολή του ποταμού Άμστελ (Άμστερνταμ σημαίνει στα φλαμανδικά, φράγμα του Άμστελ) με τον Οζ, (σε μια κόλπωση στο ΒΔ άκρο της λίμνης… … Dictionary of Greek
Βαυαρία — (Bayern). Ομόσπονδο κράτος (70.547 τ. χλμ., 12.154.967 κάτ.) της Γερμανικής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα. Συνορεύει Ν και ΝΑ με την Αυστρία, Α με την Τσεχία, Δ και ΒΔ με τα κρατίδια του Μπάντεν Βίρτερμπεργκ και της … Dictionary of Greek
Βραβάντη — (Brabant). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Ευρώπης, μεταξύ των εκβολών του Βάαλ και του μέσου ρου του Μόσα (Μάας). Κατά καιρούς είχε διαφορετικά σύνορα. Σήμερα η ονομασία διατηρείται σε τρεις επαρχίες, δύο στο Βέλγιο (Φλαμανδική και … Dictionary of Greek